- σκωριόχρωση
- η, Ν(φυτοπαθ.) η εμφάνιση καστανών ή καστανέρυθρων τραχιών φελλωδών περιοχών στην επιδερμίδα ορισμένων καρπών, κυρίως διαφόρων ποικιλιών μηλιάς, η οποία προκαλείται από διάφορες ασθένειες, έντομα, ακάρεα και χημικές ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία + χρώση «χρωματισμός»].
Dictionary of Greek. 2013.